ἀποσβέσεις

ἀποσβέσεις
ἀπόσβεσις
extinction
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀπόσβεσις
extinction
fem nom/acc pl (attic)
ἀποσβέννυμι
extinguish
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀποσβέννυμι
extinguish
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

  • προϊόν — το, Ν 1. το αποτέλεσμα τής παραγωγής, που μπορεί να είναι είτε υλικό αγαθό, λ.χ. τρόφιμα, ενδύματα, μηχανήματα, είτε άυλο, όπως λ.χ. υπηρεσίες, εφευρέσεις, έργα τέχνης (α. «προϊόντα βιομηχανίας» β.«προϊόν φαντασίας») 2. η απολαβή από την εργασία …   Dictionary of Greek

  • επένδυση — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για την παραγωγική δραστηριότητα. Η ε. διαφέρει από την αποταμίευση γιατί ενώ αυτή βασίζεται στην απλή αποχή από την κατανάλωση ενός καθορισμένου αγαθού, η ε. συνεπάγεται και την… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • λίζινγκ — (leasing). Διεθνής αγγλικός όρος που υποδηλώνει τη χρηματοδοτική μίσθωση. Πρόκειται για ένα είδος χρηματοδότησης που αρχικά αφορούσε επιχειρήσεις και μεγάλα κεφαλαιουχικά στοιχεία (μηχανολογικό εξοπλισμό ή ακίνητα κλπ.), αλλά στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”